- νευροενδοκρινολογία
- η(βιολ.-ιατρ.) κλάδος τής βιολογίας και τής ιατρικής που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τών σχέσεων μεταξύ τού νευρικού και τού ενδοκρινικού συστήματος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εγκέφαλος — Το ανώτερο και πιο ανεπτυγμένο τμήμα του νευρικού συστήματος, που βρίσκεται στην κοιλότητα του κρανίου. Η μακροσκοπική εικόνα του ε. είναι μαλακή μάζα γκριζωπού και λευκού ιστού με έντονα πτυχωμένη επιφάνεια. Για περιγραφικούς λόγους, ο ε. συχνά… … Dictionary of Greek
νευροενδοκρινολογικός — ή, ό (βιολ. ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νευροενδοκρινολογία και στον νευροενδοκρινολόγο … Dictionary of Greek
νευροενδοκρινολόγος — ο, η (βιολ. ιατρ.) ο ειδικός στην νευροενδοκρινολογία … Dictionary of Greek